- εισκαλώ
- εἰσκαλῶ (-έω) (Α)1. προσκαλώ να περάσουν μέσα2. στέλνω και καλώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσκαλῶ — εἰσκαλέω call in pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰσκαλέω call in pres ind act 1st sg (attic epic doric) εἰσκαλέω call in fut ind act 1st sg (attic epic doric) εἰσκαλέω call in pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰσκαλέω call in pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
προεισκαλώ — έω, Α προσκαλώ κάποιον μέσα προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσκαλώ «προσκαλώ μέσα»] … Dictionary of Greek